Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

Βίος γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου


 Ἱερομονάχου Ἰσαὰκ
ΒΙΟΣ
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ἀποσπάσματα
Κεντρικὴ ἀποκλειστικὴ διάθεση τοῦ βιβλίου.
Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, 63088, Μεταμόρφωσης Χαλκιδικῆς
 Τηλέφωνον: 2375061592
 Τηλεομοιότυπον (FAX) 2375061103
OI ΚΑΤΑ ΣAΡKA KAI KATA ΠΝΕΥΜΑ ΠΡΟΓΟΝΟΙ
Βάπτιση καὶ ξερριζωμὸς
  Στὰ Φάρασα τῆς ἁγιοτόκου Καππαδοκίας, στὶς 25 Ἰουλίου τοῦ 1924, ἀνήμερ τῆς ἁγίας Ἄννης γεννήθηκε ὁ Γέροντας.
Στὴν βάπτιση οἱ γονεῖς του ἤθελαν νὰ τὸν ὀνομάσουν Χρῆστο, στὸ ὄνομα τοῦ παπποῦ. Ὁ ὅσιος Ἀρσένιος ὅμως εἶπε στὴν γιαγιά του: «Έ, Χατζηαννά1, τόσα παιδιά σοῦ βάπτισα! Δὲν θὰ δώσεις καὶ σὲ ἕνα τὸ ὄνομά μου;». Καὶ στοὺς γονεῖς εἶπε: «Καλά, ἐσεῖς θέλετε νὰ ἀφήσετε ἄνθρωπο στὸ πόδι τοῦ παπποῦ, ἐγὼ δὲν θέλω νὰ ἀφήσω καλόγηρο στὸ πόδι μου;». Καὶ γυρίζοντας στὴ νουνὰ1 τῆς λέγει: «Ἀρσένιο νὰ πῆς». Τοῦ ἔδωσε δηλαδὴ τὸ ὄνομά του καὶ τὴν εὐχή του, καὶ προεῖδε ὅτι θὰ γίνει καλόγηρος, ὅπως καὶ ἔγινε.2

 Τὸ ἔτος ποὺ γεννήθηκε ὁ Γέροντας ἔγινε ἡ ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν καὶ ξερριζώθηκε ὁ Ἑλληνισμὸς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ τὶς πατρογονικές του ἑστίες. Πῆρε καὶ ἡ οἰκογένεια τοῦ Γέροντα μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Φαρασιῶτες καὶ τὸν ὅσιο Ἀρσένιο τὸν δρόμο τῆς πικρῆς προσφυγιᾶς. Στὸ καράβι μέσα στὸν συνωστισμὸ κάποιος πάτησε τὸ βρέφος (Ἀρσένιο) ποὺ κινδύνεψε νὰ πεθάνη. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς κράτησε στὴν ζωὴ τὸν ἐκλεκτό Του, γιατί ἔμελλε νὰ γίνη χειραγωγὸς πολλῶν ψυχῶν στὴν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὁ Γέροντας βέβαια ἀπὸ ταπείνωση ἔλεγε ἀργότερα: «Ἂν εἶχα πεθάνει τότε, ποὺ εἶχα τὴν χάρι τοῦ Βαπτίσματος, θὰ μὲ ἔρριχναν στὴν θάλασσα νὰ μὲ φᾶνε τὰ ψάρια, καὶ τουλάχιστον θὰ μοῦ ἔλεγε «εὐχαριστῶ» κανένα ψαράκι, καὶ θὰ πήγαινα στὸν παράδεισο». (Ἤθελε δηλαδὴ νὰ πῆ ὅτι τώρα ποὺ ἔζησε δὲν ἔκανε τίποτε).
 Ἔμειναν γιὰ λίγο στὸν Πειραιά. Ἔπειτα μεταφέρθηκαν στὸ κάστρο τῆς Κερκύρας, ὅπου ἐκοιμήθη καὶ ἐτάφη ὁ ὅσιος Ἀρσένιος, σύμφωνα μὲ τὴν πρόρρησή του: «Ἐγὼ θὰ ζήσω σαράντα ἡμέρες στὴν Ἑλλάδα καὶ θὰ πεθάνω σὲ ἕνα νησί». Μετακόμισαν στὴν συνέχεια σὲ χωριὸ τῆς Ἠγουμενίτσας καὶ τελικὰ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Κόνιτσα.
 Τὸν νεοφώτιστο Ἀρσένιο, βρέφος σαράντα ἡμερῶν, οἱ γονεῖς του τὸν ἔφεραν στὴν μητέρα Ἑλλάδα, ἄγνωστο τότε ἀνάμεσα στὰ πλήθη τῶν προσφύγων. Αὐτὸν ποὺ μετὰ ἀπὸ χρόνια θὰ γινόταν γνωστὸς σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ θὰ ὠδηγοῦσε πλήθη ἀνθρώπων στὴν θεογνωσία. Ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες γνώρισε τὸν πόνο καὶ τὰ βάσανα τῶν ἀνθρώπων. Ἀργότερα, ὁ ἴδιος θὰ γινόταν λιμάνι παρηγοριᾶς σὲ χιλιάδες βασανισμένες ψυχές.
ΑΣKΗΤΙΚΑ ΠΡΟΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ
Ἀνατροφὴ «ἐν παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου»
       μικρὸς καὶ εὐλογημένος Ἀρσένιος, μαζὶ μὲ τὸ γάλα ποὺ θήλαζε, μάθαινε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ τὴν εὐλάβεια πρὸς τὸν Θεό. Ἀντὶ γιὰ παραμύθια καὶ ἱστορίες τοῦ μιλοῦσαν γιὰ τὸν βίο καὶ τὰ θαύματα τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου. Μέσα του γεννήθηκε θαυμασμὸς καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν Χατζεφεντή, ὅπως ἀποκαλοῦσαν τὸν ὅσιο Ἀρσένιο. Ἀπὸ μικρὸς ἤθελε νὰ γίνη καὶ αὐτὸς μοναχός, γιὰ νὰ μοιάση τὸν Ἅγιό του.
 Τὸ πρόσωπο ποὺ μετὰ τὸν ὅσιο Ἀρσένιο ἐπηρέασε εὐεργετικὰ ὅλη του τὴν ζωὴ ἦταν ἡ μητέρα του, πρὸς τὴν ὁποία αἰσθανόταν ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ τὴν βοηθοῦσε ὅσο μποροῦσε. Ἀπὸ αὐτὴν διδάχθηκε τὴν ταπεινοφροσύνη. Τὸν συμβούλευε νὰ μὴν θέλη νὰ νικᾶ τοὺς συμμαθητές του στὰ παιχνίδια καὶ ὕστερα νὰ ὑπερηφανεύεται, οὔτε νὰ ἐπιδιώκη νὰ μπαίνη πρῶτος στὴν γραμμή, γιατί ἦταν τὸ ἴδιο, εἴτε πρῶτος, εἴτε τελευταῖος ἔμπαινε.
 Ἐπὶ πλέον τοῦ ἔμαθε τὴν ἐγκράτεια· νὰ μὴν τρώγη πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ. Τὴν παράβαση τὴν θεωροῦσε ὡς πορνεία.
 Ἐπίσης τὸν βοήθησε νὰ ἀποκτήση ἁπλότητα, ἐργατικότητα, νοικοκυροσύνη καὶ προσοχὴ στὴν συμπεριφορά του πρὸς τοὺς ἄλλους, καὶ τὸν προέτρεπε νὰ μὴν ἀναφέρη καθόλου τὸ ὄνομα τοῦ πειρασμοῦ (διαβόλου).
 Δυὸ φορὲς τὴν ἡμέρα ὅλη ἡ οἰκογένεια προσευχόταν μπροστὰ στὸ εἰκονοστάσι. Ἡ μητέρα του ὅμως συνέχιζε νὰ προσεύχεται καὶ ὅταν ἔκανε τὶς ἐργασίες τοῦ σπιτιοῦ λέγοντας τὴν εὐχή.
 Τέτοια ἦταν ἡ εὐλάβεια τῶν γονέων του, ὥστε καὶ στὰ ἁλώνια ἔπαιρναν μαζί τους ἀντίδωρο.
 Ὁ μικρὸς Ἀρσένιος, μὲ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν ἐξυπνάδα ποὺ εἶχε, εὔκολα ἀφωμοίωνε ὅ,τι καλὸ ἄκουγε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του.
 Ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμά τους ἔμαθε νὰ νηστεύη, νὰ προσεύχεται καὶ νὰ ἐκκλησιάζεται. Ἦταν τὸ πιὸ ἀγαπητὸ ἀπὸ ὅλα τα παιδιὰ τῆς οἰκογενείας. «Ὁ μὲν πατέρας μου», ἔλεγε ἀργότερα ὁ Γέροντας, «μὲ ἀγαποῦσε, γιατί εἶχα κλίση στὰ τεχνικὰ καὶ ἒπιαναν τὰ χέρια μου, ἡ δὲ μητέρα μου γιὰ τὴν ψεύτικη (λίγη, μικρὴ) εὐλάβεια ποὺ εἶχα».
Παιδικὲς ἀσκήσεις
       ταν ἔμαθε νὰ διαβάζη καλά, βρῆκε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ μελετοῦσε κάθε ἡμέρα τὸ Τετραβάγγελο. Εὕρισκε ἐπίσης βίους Ἁγίων καὶ ἐντρυφοῦσε. Εἶχε μαζέψει ἕνα κουτὶ μὲ βίους. Μόλις γύριζε ἀπὸ τὸ σχολεῖο, δὲν ἤθελε οὔτε νὰ φάη. Πρῶτα πήγαινε, ἄνοιγε τὸ κουτί, ἔπαιρνε καὶ διάβαζε τοὺς βίους τῶν Ἁγίων. Ὁ μεγαλύτερός του ἀδελφος τούς ἔκρυβε, ἂν καὶ εὐλαβής, διότι δὲν ἤθελε νὰ ἀσχολῆται ὁ μικρὸς Ἀρσένιος πολὺ μὲ τὰ ἐκκλησιαστικά, γιὰ νὰ μὴν παραμελῆ τὰ μαθήματα. Ὁ Ἀρσένιος δὲν ἔλεγε τίποτε. Εὕρισκε ἄλλους βίους Ἁγίων καὶ τρεφόταν πνευματικά. Κάποτε ὁ μεγάλος του ἀδελφὸς θαύμασε, βλέποντας τὸν νὰ διαβάζη τὸν βίο κάποιου ἀγνώστου Ἁγίου, πού πρώτη φορὰ μάθαινε τὸ ὄνομά του: «Ποῦ τὸν βρῆκες πάλι αὐτὸν τὸν Ἅγιο;», τὸν ρώτησε μὲ ἀπορία.
εὐλαβὴς Κονιτσιώτισσα Καίτη Πατέρα, μεγαλύτερή του στὴν ἡλικία, ἀναφέρει γιὰ τὸν Ἀρσένιο: «Εἶχε πολὺ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Τὸν ρώτησα κάποτε:
 - Παιδί μου, ἔφαγες τίποτε σήμερα;
 - Δὲν ἔφαγα. Τί νὰ φάω, ἀφοῦ ἡ μητέρα μου τὰ βράζει ὅλα τα φαγητὰ στὴν ἴδια κατσαρόλα, καὶ τὸ κρέας καὶ τὰ νηστήσιμα. Ἡ ἴδια κατσαρόλα ἀπορροφᾶ· δὲν μπορῶ νὰ φάω.
 -Παιδί μου, ἀφοῦ ἡ μάννα σου εἶναι τόσο καθαρὴ καὶ τὴν πλένει καλὰ μὲ ἀλισίβα.
 - Δὲν μπορῶ νὰ φάω ἀπὸ αὐτά, ἀπαντοῦσε.
 »Καὶ νήστευε, νήστευε συνέχεια καὶ ἀποτραβιόταν μοναχός του γιὰ νὰ προσεύχεται».
 Μαρτυρεῖ καὶ ὁ ἀδελφός του: «Ὁ Ἀρσένιος ἀπὸ τὴν δευτέρα Δημοτικοῦ διάβαζε θρησκευτικὰ βιβλία, ἀπομονωνόταν καὶ προσευχόταν πολύ. Δὲν ἔπαιζε ὅπως τὰ ἄλλα παιδιά».
 Ἡ ἔμφυτη μοναχική του κλίση ἐκδηλώθηκε ἐνωρίς. Αἰσθανόταν ἀγάπη μεγάλη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἡ προσευχὴ του ἦταν ἐκδήλωση αὐτῆς τῆς ἀγάπης. Στὶς μεγάλες γιορτὲς παρέμενε ἄγρυπνος, ἄναβε τὸ καντηλάκι καὶ προσευχόταν ὄρθιος ὅλη τὴ νύχτα. Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του τὸν ἐμπόδιζε. Ὅταν σηκωνόταν τὶς νύχτες νὰ διαβάση τὸ Ψαλτήρι, δὲν τὸν ἄφηνε. Τὸν ἔβαζε κάτω ἀπὸ τὶς κουβέρτες. Γενικὰ ἡ τακτική του ἀδελφοῦ του ὄχι μόνο δὲν ἔκαμψε τὸν ζῆλο του, ἀλλὰ αὔξησε τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό.
       Ὅταν τὸν ρωτοῦσαν, τί θὰ γίνει ὅταν μεγαλώση, ὁ Ἀρσένιος ἀπαντοῦσε σταθερά: «Καλόγηρος». Οἰκονόμησε ὁ Θεὸς καὶ πῆρε ἀπὸ μικρὸς τὴν καλὴ στροφή, γι αὐτὸ δὲν εἶχε ταλαντεύσεις στὴν ἐκλογή του. Γιὰ τὸν Ἀρσένιο ἕνας δρόμος ἀνοιγόταν μπροστά του, ἡ ἀγγελικὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν.
 Ὅ,τι διάβαζε στὰ Συναξάρια προσπαθοῦσε νὰ τὸ ἐφαρμόση. Διάβασε πώς, ὅταν φοβᾶσαι σὲ ἕναν τόπο, πρέπει νὰ συχνάζης ἐκεῖ γιὰ νὰ διώξης τὸν φόβο. Ἐπειδὴ φοβόταν ὅταν περνοῦσε ἀπὸ τὸ κοιμητήρι, ἀποφάσισε νὰ πάη ἐκεῖ τὴ νύχτα, γιὰ νὰ τοῦ φύγη ὁ φόβος. Ἦταν τότε στὴν τετάρτη τάξη τοῦ Δημοτικοῦ.
 «Εἶδα», διηγήθηκε, «ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἕναν ἄδειο τάφο. Μόλις νύχτωσε ἡ καρδιά μου χτυποῦσε, ἀλλὰ πῆγα καὶ μπῆκα στὸν τάφο. Στὴν ἀρχὴ ἦταν δύσκολο, ἀλλὰ μετὰ συνήθισα. Κάθησα ἀρκετὴ ὥρα καὶ ἐξοικειώθηκα. Πῆρα θάρρος καὶ ἄρχισα νὰ γυρίζω ἀπὸ μνῆμα σὲ μνῆμα, ἀλλὰ πρόσεχα νὰ μὴ μὲ δοῦν καὶ μὲ περάσουν γιὰ φάντασμα. Αὐτὸ ἦταν· πῆγα τρία βράδυα καὶ ἔμεινα μέχρι ἀργὰ στὸ κοιμητήρι καὶ μοῦ ἔφυγε ὁ φόβος».
 Διηγήθηκε καὶ τὸ ἑξῆς: «Ὅταν ἀκόμη ἤμουν στὸ σχολεῖο, διάβαζα τοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ ἐπιθυμοῦσα ἀπὸ τότε νὰ γίνω ἀσκητής. Ἔβγαινα συχνὰ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό. Ἤμουν τότε ἕνδεκα χρονῶν. Μιὰ μέρα ἐπεσήμανα ἕναν βράχο μεγάλο. Πρωὶ-πρωὶ ξεκίνησα γιὰ νὰ ἀνεβῶ, νὰ γίνω στυλίτης. Πῆγα· ἦταν ψηλὸς ὁ βράχος. Ἀνέβηκα μὲ δυσκολία καὶ ἄρχισα νὰ προσεύχωμαι. Ἐξάντλησα ὅλες μου τὶς δυνάμεις καὶ μετὰ ἄρχισα νὰ σκέπτωμαι: «Οἱ ἐρημίτες εἶχαν ρίζες καὶ ἔτρωγαν· λίγο νεράκι, ἕναν χουρμά. . . Ἐσὺ δὲν ἔχεις τίποτε ἐδῶ πάνω στὸν βράχο. Πῶς θὰ ζήσεις;». Τέλος, ἀποφάσισα νὰ κατέβω, ἀλλὰ ἤδη εἶχε νυχτώσει. Τὸ κατέβασμα ἦταν πιὸ δύσκολο, γιατί δὲν ἔβλεπα. Μὲ μεγαλύτερη δυσκολία κατέβηκα. Ἡ Παναγία μὲ φύλαξε καὶ δὲν τσακίστηκα στὰ βράχια».
 Ἡ ἀδελφή του Χριστίνα θυμᾶται ὅτι, ἐνῶ κάποτε οἱ γονεῖς τοὺς ἦταν στὸ χωράφι, ἄρχισε νὰ βρέχη. Ὁ Ἀρσένιος τοὺς σκεφτόταν ποὺ βρέχονταν. Πῆρε τὰ δύο μικρότερα ἀδέλφια του, πῆγαν στὸ εἰκονοστάσι, γονάτισαν, ἔκαναν προσευχὴ καὶ ἡ βροχὴ σταμάτησε. Ὅταν ἔπεφταν κεραυνοί, συνήθιζε νὰ λέγη: «Μέγα το ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος».
Θεοπτία
      Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Ἀπὸ ἕνδεκα χρονῶν διάβαζα βίους Ἁγίων καὶ ἔκανα νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες. Ὁ ἀδελφός μου ὁ μεγαλύτερος ἔπαιρνε καὶ ἔκρυβε τοὺς βίους. Δὲν κατάφερε τίποτε. Πήγαινα στὸ δάσος καὶ συνέχιζα. Κάποιος φίλος του τότε, ὁ Κώστας, τοῦ εἶπε: «Θὰ σοῦ τὸν κάνω νὰ τὰ παρατήση ὅλα».
 »Ἦρθε καὶ μοῦ ἀνέπτυξε τὴν θεωρία τοῦ Δαρβίνου. Κλονίστηκα τότε καὶ εἶπα: «Θὰ πάω νὰ προσευχηθῶ, καί, ἂν ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός, θὰ μοῦ παρουσιαστῆ νὰ πιστέψω. Μιὰ σκιά, μιὰ φωνή, κάτι θὰ μοῦ δείξει». Τόσο μούκοβε. Πῆγα καὶ ἄρχισα μετάνοιες καὶ προσευχὴ γιὰ ὧρες, ἀλλὰ τίποτε. Στὸ τέλος τσακισμένος σταμάτησα. Μοῦ ἦρθε τότε στὴν σκέψη κάτι ποὺ μοῦ χε πεῖ ὁ Κώστας: «Παραδέχομαι ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας σπουδαῖος ἄνθρωπος, δίκαιος, ἐνάρετος, τὸν ὁποῖο ἐμίσησαν ἀπὸ φθόνο γιὰ τὴν ἀρετή του καὶ τὸν καταδίκασαν οἱ συμπατριῶτες του». Τότε εἶπα: «Ἀφοῦ εἶναι τέτοιος, καὶ ἄνθρωπος νὰ ἦταν, ἀξίζει νὰ τὸν ἀγαπήσω, νὰ τὸν ὑπακούσω καὶ νὰ θυσιασθῶ γι Αὐτόν. Δὲν θέλω οὔτε παράδεισο, οὔτε τίποτε. Γιὰ τὴν ἁγιότητά του καὶ τὴν καλωσύνη του ἀξίζει κάθε θυσία». (Καλὸς λογισμὸς καὶ φιλότιμο).
 »Ὁ Θεὸς περίμενε τὴν ἀντιμετώπισή μου. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ παρουσιάσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μέσα σὲ ἄφθονο φῶς. Φαινόταν ἀπὸ τὴν μέση καὶ πάνω. Μὲ κοίταξε μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ μοῦ εἶπε: «Ἐγὼ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καν ἀποθάνη, ζήσεται». Τὰ λόγια αὐτὰ ἦταν γραμμένα καὶ στὸ Εὐαγγέλιο ποὺ κρατοῦσε ἀνοικτὸ στὸ ἀριστερὸ χέρι Του».
 Τὸ γεγονὸς αὐτὸ διέλυσε στὸν δεκαπενταετῆ Ἀρσένιο τοὺς λογισμοὺς ἀμφιβολίας, ποὺ τάραζαν τὴν παιδική του ψυχή, καὶ γνώρισε μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ τὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ ἀληθινὸ καὶ Σωτήρα τοῦ κόσμου. Βεβαιώθηκε γιὰ τὸν Θεάνθρωπο, ὄχι ἀπὸ ἄνθρωπο ἢ ἀπὸ βιβλία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ τοῦ ἀποκαλύφθηκε καὶ μάλιστα σὲ τέτοια ἡλικία. Στερεωμένος πλέον στὴν πίστη μονολογοῦσε: «Κώστα, ἅμα θέλης τώρα, ἔλα νὰ συζητήσουμε».
Φροντίδα γιὰ τοὺς ἄλλους
        Ἀρσένιος μὲ τὴν προσεκτικὴ ζωὴ καὶ τὶς συμβουλὲς του βοήθησε πνευματικὰ καὶ ἄλλους νέους. Συναναστρεφόταν συνήθως μὲ μικρότερα παιδιά. Τὰ συγκέντρωνε στὴν ἁγία Βαρβάρα, διάβαζαν βίους Ἁγίων καὶ τὰ παρακινοῦσε νὰ κάνουν μετάνοιες καὶ νὰ νηστεύουν. Μερικὲς μητέρες ἀνησύχησαν καὶ ἀπέτρεπαν τὰ παιδιά τους νὰ τὸν συναναστρέφωνται. Οἱ γονεῖς ἑνὸς παιδιοῦ μὲ τὸ ὁποῖο ἐργαζόταν στὸν ἴδιο μάστορα καὶ προσεύχονταν μαζί, φοβήθηκαν μὴ γίνη καλόγηρος καὶ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἔχη σχέση μὲ τὸν Ἀρσένιο οὔτε νὰ ἀγωνίζεται. Ἀργότερα πῆγε νὰ ἐργασθῆ στὴν Γερμανία καὶ σκοτώθηκε. Οἱ γονεῖς του αἰσθάνθηκαν τύψεις καὶ ἔλεγαν: «Καλύτερα νὰ εἶχε γίνει καλόγηρος». Κάποιο παιδί, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὰ Φάρασα, ἤθελε ὁ Ἀρσένιος νὰ τὸ πάρη μαζί του γιὰ μοναχὸ καὶ προσπαθοῦσε νὰ πείση τὴν μητέρα του. Ἄλλον νέο τὸν στήριξε νὰ γίνη ἱερέας. Κληρικὸς καταγόμενος ἀπὸ τὴν Κόνιτσα ὁμολογεῖ ὅτι βοηθήθηκε στὴν μοναχική του κλίση ἀπὸ τὸν λαϊκὸ ἀκόμη Ἀρσένιο.
     
Εἶχε ἐνδιαφέρον καὶ πόθο μεγάλο νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τὸν Θεό. Κάποιον γέρο βοσκό, ποὺ ζοῦσε μόνος πάνω στὰ βουνὰ καὶ εἶχε πάει στὴν Ἐκκλησία δύο τρεις φορὲς σὲ ὅλη του τὴν ζωή, ὁ Ἀρσένιος τὸν πλησίασε καὶ φρόντισε νὰ τὸν φέρη κοντὰ στὸν Χριστό.
Στὴν Κόνιτσα κάποιος Μουσουλμάνος ὀνόματι Μπαϊράμης εἶχε ἄρρωστη τὴν μητέρα του. Ὁ μικρὸς Ἀρσένιος πήγαινε τὴ νύχτα καὶ βοηθοῦσε τὴν ἄρρωστη. Ὁ Μπαϊράμης ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνη Χριστιανός.
 Τὰ λίγα χρήματα ποὺ ἔπαιρνε ὡς μαθητευόμενος ξυλουργός, τὰ μοίραζε ἐλεημοσύνη σὲ φτωχὰ παιδιὰ τοῦ ὀρφανοτροφείου. Ἔφερνε καὶ στὸ σπίτι τους φτωχὰ παιδιὰ γιὰ φαγητό.
           Ὁ κ. Χατζηρούμπης Ἀπόστολος, Κονιτσιώτης, ἀναφέρει: «Ὁ Ἀρσένης ἦταν ὁ μόνος ποὺ προτιμοῦσε νὰ ἀδικῆται παρὰ νὰ ἀδικῆ. Εἶχε πάντα στὴν τσέπη του ἕνα θρησκευτικὸ βιβλίο ποὺ τὸ διάβαζε συχνά. Θυμᾶμαι τὸν ζῆλο του νὰ ἐξασφαλίση ἀκροατήριο ἀπὸ τὸν παιδικὸ κόσμο, ἀντὶ ὁποιουδήποτε τιμήματος, ὅπως λ. χ. νὰ ἀναλαμβάνη τὴν φύλαξη τῶν ζώων μας, νὰ γίνεται νεροκουβαλητής μας, κ. α. , ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ τὸν προσέχαμε, ὅταν μᾶς διάβαζε τὴν Ἁγία Γραφή.
 »Δὲν θὰ ξεχάσω ποτὲ τὸ πάθος του νὰ χρωματίζη αὐτὰ ποὺ ἔλεγε, ὅταν ἀναφερόταν στὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ. Γινόταν τόσο παραστατικός, ὥστε  κατώρθωνε νὰ ἀποσπᾶ τὴν προσοχὴ καὶ τῶν πιὸ ζωηρῶν παιδιῶν. Ἔβλεπα κατακάθαρα στὸ νεανικό του πρόσωπο τὴν ἱκανοποίηση καὶ τὴν ἀγαλλίασή του, γιατί μποροῦσε νὰ διδάσκη τὸν λόγο τοῦ Κυρίου σὲ τόσο ἁγνὸ ἀκροατήριο. Ἀπὸ ὅσο θυμᾶμαι αὐτὴ τὴν τακτικὴ τὴν συνέχισε τέσσερα μὲ πέντε χρόνια μέχρι ποὺ πῆγε στρατιώτης».
       Ἀρσένιος πέρασε τὰ νεανικά του χρόνια μὲ ἀμεριμνία καὶ ἀγῶνες ἀσκητικούς. Ἔπειτα ἦρθαν τὰ δύσκολα χρόνια του Ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου, τῆς Κατοχῆς καὶ τοῦ ἀνταρτοπολέμου. Τότε πέρασε πολλὲς δυσκολίες καὶ κινδύνους.
 Στὸν ἀνταρτοπόλεμο τὸν συνέλαβαν οἱ κομμουνιστὲς αἰχμάλωτο καὶ τὸν φυλάκισαν. Κακοπάθησε ὅσο διάστημα ἔμεινε στὴν φυλακὴ καὶ ὑπέφερε ἀπὸ τὶς ψεῖρες καὶ τὸ πολὺ στρίμωγμα. Σὲ ἕνα μικρὸ δωμάτιο ἔβαλαν πολλούς. Ὅταν ξάπλωναν ὁ τελευταῖος ἔμπαινε σὰν σφήνα ἀνάμεσά τους.
 Δοκιμάστηκε καὶ ἠθικῶς, γιατί τὸν ἔκλεισαν σὲ ἕνα δωμάτιο μόνο του καὶ ὕστερα ἔβαλαν δύο ἀντάρτισσες σχεδὸν γυμνές. Προσευχήθηκε ἔντονα ἐπικαλούμενος τὴν Παναγία καὶ ἀμέσως ἔνιωσε «δύναμιν ἐξ ὕψους», ποὺ τὸν ἐνίσχυσε καὶ τὶς ἔβλεπε μὲ ἀπάθεια σὰν ἀδελφές του, ὅπως ὁ Ἀδὰμ τὴν Εὕα στὸν παράδεισο. Τὶς μίλησε μὲ τρόπο καλό. Ἐκεῖνες ἦρθαν σὲ συναίσθηση, ντράπηκαν καὶ ἔφυγαν κλαίγοντας.
         Ἂν καὶ ὁ πόλεμος ἔκανε τὸν Ἀρσένιο νὰ ἀναβάλη τὴν ἀναχώρησή του, ὅμως ὁ ζῆλος του δὲν ψυχράνθηκε. Στοὺς ἀγῶνες καὶ στὶς ἀσκήσεις προσέθετε νέους ἀγῶνες καὶ ὑψηλότερες ἀσκήσεις. Ἔβλεπε τὰ ἐθνικὰ πράγματα σὲ ἄσχημη κατάσταση. Σὲ λίγο θὰ τὸν καλοῦσαν νὰ ὑπηρετήση τὴν Πατρίδα. Στὸ ἐξωκκλήσι τῆς ἁγίας Βαρβάρας παρακάλεσε τὴν Παναγία: «Ἃς ταλαιπωρηθῶ, ἃς κινδυνεύσω, μόνο νὰ μὴ σκοτώσω ἄνθρωπο, καὶ ν ἀξιωθῶ νὰ γίνω μοναχός».
 Τότε ἔκανε τάμα, ἂν τὸν διαφυλάξη ἡ Παναγία στὸν πόλεμο, νὰ ὑπηρετήση γιὰ τρία χρόνια το Μοναστήρι της ποὺ τὸ ἔκαψαν οἱ Γερμανοί, καὶ νὰ βοηθήση νὰ κτισθῆ πάλι ἡ Ἱερὰ Μονὴ Στομίου.
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΣΤΙΣ ΜΟΝΕΣ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
Ἀγῶνες ἀρχαρίου
         
         Ἀρσένιος προσῆλθε στὴν ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου τοῦ Ἁγίου Ὅρους ποὺ τότε δὲν εἶχε γίνει ζηλωτική γιὰ νὰ μονάση. Ἔχοντας πρότυπα τοὺς ὁσίους Πατέρες, προσπαθοῦσε νὰ τοὺς μιμηθῆ. Ἔβαλε ὡς θεμέλιό της μοναχικῆς ζωῆς τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ὑπακοὴ καὶ ἐπιδόθηκε σὲ ἀγῶνες ὑπὲρ τὴν ἀντοχή του.
Τὶς ἡμέρες κοπίαζε σωματικὰ καὶ τὶς νύχτες παρέμενε ἄϋπνος, προσευχόμενος καὶ δοξολογώντας τὸν Θεό. Αἰσθανόταν μεγάλη κούραση, ἀλλὰ ἦταν ἀνυποχώρητος στὴν ἄσκηση. Συνεχῶς πρόσθετε νέους ἀγῶνες, πάντα μὲ εὐλογία καὶ παρακολούθηση ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο. Ὅλα τα ἔκανε μὲ χαρούμενη διάθεση.
 Ἔλεγε: «Κάναμε πολὺ σκληρὴ δουλειὰ στὸν τόρνο ὅλη τὴν ἡμέρα. Τὸ βράδυ πήγαινα στὸ Ἀρχονταρίκι καὶ βοηθοῦσα μέχρι τὶς 10 ἢ 11 ἡ ὥρα. Δὲν μοῦ ἔμενε χρόνος οὔτε γιὰ πνευματικά. Γὶ αὐτὸ στὴν συνέχεια, ὅταν πήγαινα στὸ Κελλί μου, δὲν κοιμόμουν, μόνο ἔβαζα ἕνα τέταρτο τά πόδια ψηλὰ γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν λίγο καὶ νὰ κατέβη τὸ αἷμα (ποὺ μαζευόταν ἀπὸ τὴν πολύωρη ὀρθοστασία). Μετὰ στεκόμουν ὄρθιος σὲ μιὰ λεκάνη μὲ νερό, γιὰ νὰ μὴ μὲ παίρνη ὁ ὕπνος, καὶ ἔκανα τὰ κομποσχοίνια. Κοιμόμουν μισὴ μέχρι μία ὥρα, καὶ μετὰ πήγαινα στὴν ἀκολουθία γιὰ νὰ διαβάσω τὸ Μεσονυκτικό. Καὶ ἐπειδὴ εἶχα τὸν λογισμό, μήπως δὲν θὰ κατάφερνα ἀργότερα νὰ κάνω τὰ καθήκοντα τοῦ μεγαλοσχήμου, ζήτησα εὐλογία ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο καὶ μοῦ ἔδωσε, νὰ κάνω τὸν κανόνα τοῦ μεγαλοσχήμου ἀπὸ δόκιμος. Ὄχι ἀπὸ ἐγωισμό, ἀλλὰ μήπως δὲν μπορέσω νὰ ἀνταποκριθῶ στὶς ὑποχρεώσεις τοῦ Σχήματος. Δὲν τάκανα μὲ ὑπερηφάνεια. «Ἂν δὲν μπορῶ», ἔλεγα, «νὰ μὴν κοροϊδεύω τὸν ἑαυτό μου».
        Στὴν Ἐκκλησία δὲν καθόταν καθόλου. Στεκόταν ὄρθιος στὸ στασίδι. Πήγαινε καμμιὰ φορά νὰ τὸν κλέψη ὁ ὕπνος καὶ ἀμέσως τιναζόταν.
 Τὸν χειμώνα δὲν ἄναβε φωτιά. Εἶχε τόση ὑγρασία στὸ Κελλί, ποὺ ἡ μούχλα γινόταν σὰν βαμβάκια στοὺς τοίχους. Ὅταν τὸ κρύο ἦταν ἀνυπόφορο, εἶχε ἕνα δέρμα ζώου, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔκανε τὰ σαμάρια, καὶ τύλιγε τὰ πόδια του. Δούλευε ἔξω στὸ κρύο μόνο μὲ τὸ ζωστικό, καὶ ἔβαζε ἀπὸ μέσα ἕνα χαρτὶ γιὰ νὰ τὸν προστατεύη λίγο.
 Πρὶν ἀπὸ τὴν Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶχαν τυπικὸ στὸ Μοναστήρι νὰ δίνουν σὲ ὅλους τούς πατέρες ἀπὸ ἕνα κουτὶ γάλα. Καὶ ἐκεῖνο ὁ Ἀρσένιος δὲν τὸ ἔπινε, ἀλλὰ τὸ ἔδινε στὸν γερὸ-Νικήτα ποὺ ἦταν προφυματικός. Στὴ νηστεία τὰ φασόλια δὲν τὰ μασοῦσε καλά, γιὰ νὰ ἀργοῦν νὰ χωνέψουν καὶ ἔτσι νὰ τὸν κρατοῦν κάπως. Κοιμόταν γιὰ ἄσκηση κάτω στὶς πλάκες καὶ ἄλλες φορὲς στὰ τοῦβλα, ποὺ «ἦταν πιὸ φιλάνθρωπα». Ἄρχισε σιγὰ-σιγὰ νὰ γίνεται ἀντιληπτὴ στοὺς πατέρες ἡ ἄσκηση καὶ ἡ εὐλάβειά του. Οἱ ἱερεῖς τὸν προτιμοῦσαν νὰ τοὺς ψάλλη στὰ παρεκκλήσια.
Δαιμονικὲς ἐμφανίσεις
      διάβολος δὲν ἀρκεῖτο μόνο στὸν πόλεμο τῶν λογισμῶν, ἀφοῦ μάλιστα δὲν μποροῦσε μὲ αὐτοὺς νὰ ἀνακόψη τὴν ἀγωνιστικότητά του. Παρουσιαζόταν καὶ αἰσθητῶς. Τὸν ἔβλεπε ὀφθαλμοφανῶς καὶ συνωμιλοῦσαν. Προσπαθοῦσε ὁ πειρασμὸς μὲ κάθε τρόπο νὰ τὸν ἐκφοβίση καὶ νὰ τὸν ἐμποδίση ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες του. Φαίνεται ὅτι ἀπὸ τὴν πείρα του καταλάβαινε τί θὰ γινόταν αὐτὸς ὁ ἀρχάριος.
 Ὁ δόκιμος Ἀρσένιος δὲν ταρασσόταν οὔτε φοβόταν ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ διαβόλου. Ἔλεγε: «Νάρχεσαι, διότι μοῦ κάνεις καλό. Μὲ βοηθᾶς νὰ θυμᾶμαι τὸν Θεό, ὅταν τὸν ξεχνῶ, καὶ νὰ προσεύχωμαι».
 Ἀργότερα σχολίαζε ὁ Γέροντας: «Ποῦ νὰ μείνη ὁ πειρασμός! Ἐξαφανιζόταν ἀμέσως. Δὲν εἶναι χαζὸς νὰ προξενῆ στεφάνια στὸν μοναχό».
 - Γέροντα, πειρασμὸ ἐννοεῖτε τοὺς λογισμούς; τὸν ρώτησε μὲ ἀφέλεια κάποιος μοναχός.
 - Βρέ, πειρασμός! (διάβολος)· καταλαβαίνεις; Τί λογισμοί;
 Ὁ δόκιμος Ἀρσένιος μὲ τὴν εὐστροφία του «ἐνίκησε δαιμόνων πανουργίαν δὶ ἀνθρωπίνης ἐπινοίας».
Ρασοευχὴ
 Στὶς 27 Μαρτίου 1954 μετὰ ἀπὸ τὴν κανονισμένη δοκιμασία ἐκάρη μοναχός. Ἔλαβε ρασοευχὴ καὶ τὸ ὄνομα Ἀβέρκιος. Ὁ Ἡγούμενος τοῦ πρότεινε νὰ λάβη τὸ Μεγάλο Σχῆμα, ἀλλὰ δὲν δέχθηκε. Ἀνέφερε: «Ἂν καὶ μποροῦσα νὰ γίνω ἀμέσως μεγαλόσχημος, διότι μοῦ εἶπαν: «Ἐσὺ Στρατὸ τελείωσες, δὲν σὲ ἐμποδίζει τίποτε», εἶπα: «Ἀρκεῖ ἡ ρασοευχή». Θεωροῦσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀνάξιο, ἀλλὰ καὶ δὲν ἤθελε νὰ δεσμευθῆ μὲ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ Μεγάλου Σχήματος, ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης του γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ ποὺ ἐπιθυμοῦσε.
Ἐπίσκεψη τῆς θείας χάριτος
 Τὴν τραχύτητα τῆς ἀσκήσεως ἦρθε νὰ γλυκάνη ἕνα πρωτόγνωρο γεγονός, ἡ ἐπίσκεψη τῆς θείας χάριτος. «Ὅταν εἶχαν σωθῆ τελείως οἱ μπαταρίες (ἐξαντλήθηκαν οἱ δυνάμεις)», διηγήθηκε, «ἔζησα ἕνα γεγονός: Μιὰ νύχτα, ἐνῶ προσευχόμουν ὄρθιος, ἔνιωσα κάτι νὰ κατεβαίνη ἀπὸ πάνω καὶ νὰ μὲ περιλούζη ὁλόκληρο. Αἰσθανόμουν μιὰ ἀγαλλίαση καὶ τὰ μάτια μου ἔγιναν δύο βρύσες ποὺ ἔτρεχαν συνέχεια δάκρυα. Ἔβλεπα καὶ ζοῦσα αἰσθητὰ τὴν χάρι. Μέχρι τότε, συγκινήσεις καὶ τέτοια εἶχα αἰσθανθῆ πολλὲς φορές, ἀλλὰ τέτοιο πράγμα πρώτη φορά μοῦ συνέβη. Ἦταν τόσο δυνατὸ πνευματικὰ αὐτὸ τὸ γεγονός, ὥστε μὲ στήριξε καὶ κράτησε γιὰ δέκα περίπου χρόνια μέχρι ποὺ ἀργότερα στὸ Σινά, ἔζησα μεγαλύτερες καταστάσεις μὲ ἄλλον τρόπο».
Εὐλογίες ἀπὸ τὴν Παναγία
 Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Ἤμουν ἄγρυπνος καὶ νηστικὸς καὶ περίμενα τὸ «μοτόρι», στὸν ἀρσανὰ τῆς Ἰβήρων. Ἀπὸ τὴν ἐξάντληση δὲν αἰσθανόμουν καλά. Φοβήθηκα νὰ μὴν λιποθυμήσω ἐκεῖ καὶ μὲ δοῦν οἱ ἐργάτες. Γὶ αὐτὸ ἔκανα κουράγιο καὶ πῆγα πίσω ἀπὸ μιὰ ντάνα ξύλα.
 »Σκέφθηκα πρὸς στιγμὴν νὰ παρακαλέσω τὴν Παναγία καὶ ἀμέσως εἶπα στὸν ἑαυτό μου: «Ἄθλιε, τὴν Παναγία γιὰ τὸ ψωμάκι τὴν ἔχουμε;».
 »Καὶ μόλις εἶπα αὐτό, νὰ ἡ Παναγία καὶ μοῦ ἔδωσε ζεστὸ ψωμὶ καὶ σταφύλι! Ἔ, ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα μετά. . . ».
 Κάποιος, τὸν ὁποῖον ὁ Γέροντας θεράπευσε ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια, ἀκούγοντας τὴν διήγηση, ρώτησε ἔκπληκτος:
 - Καλά, Γέροντα, μετὰ πού ἔφαγες τὶς ρόγες τοῦ σταφυλιοῦ, τὸ κοτσάνι σου ἔμεινε στὸ χέρι;
 - Καὶ τὸ κοτσάνι καὶ ψίχουλα, ἀπάντησε μὲ ἔμφαση. «Ἡ θεότης, δηλαδὴ ἡ θεία χάρις καθ' ἐαυτήν, ἤγουν μοναχὴ δὲν φαίνεται, ἐὰν δὲν ἔλθη εἰς τὴν λογικὴν ψυχήν. Καὶ ἀνίσως ἡ αἰσθητὴ φωτιὰ δὲν φαίνεται εἰς τὰ αἰσθητά, ὅταν δὲν εὔρη ὕλην, μήτε ἡ νοητὴ φωτία φαίνεται εἰς τὰ νοητά, ὅταν δὲν εὔρη ὕλην τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ», Ἁγίου Συμεὼν τοῦ νέου Θεολόγου, Λόγος Γ΄, σ. 38. 32
ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΣΤΟΜΙΟΥ ΚΟΝΙΤΣΗΣ
Ἀνακαίνιση τοῦ Μοναστηριοῦ
      
 Παρὰ Κυρίου τὰ διαβήματα ἀνθρώπου κατευθύνεται». Μὲ ἀποκάλυψη κατευθύνει ὁ Κύριος καὶ τώρα τὰ βήματα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ Παϊσίου στὴν Μονὴ Στομίου, τῆς Ἐπαρχίας Κονίτσης. Διψοῦσε γιὰ ἐρημικὴ ζωὴ καὶ προετοιμαζόταν γιὰ τὴν ἔρημο, ἀλλὰ μὲ ἐντολὴ τῆς Παναγίας βρέθηκε σὲ Μοναστήρι τοῦ κόσμου.
Ἄρχισε τὴν ἀνακαίνιση τοῦ καμένου Μοναστηριοῦ, χωρὶς νὰ ἔχη τὰ ἀπαραίτητα χρήματα καὶ ὑλικά. Ἀγόρασε ξυλεία καὶ μόνος ἔκανε πόρτες, παράθυρα, στασίδια, τραπέζια καὶ ὅ,τι ἄλλο χρειαζόταν. Ἐπίσης ἄλλαξε τὴν σκεπὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἔκανε Κελλιᾶ γιὰ μοναχούς, Ἀρχονταρίκι, στέρνα καὶ ἄλλα ἔργα.
 Αὐτὸς ἀνέστησε τὸ κατεστραμμένο Μοναστήρι μὲ πολλοὺς κόπους. Ἦταν ἄρρωστος ἀλλὰ καὶ νηστευτής. Τὴ νηστεία δὲν τὴν χαλοῦσε ποτέ».
Πηδᾶ στὸν γκρεμὸ
       
    Κάποτε μετέφερε τὰ ἅγια Λείψανα καὶ εἶχε τὴν λειψανοθήκη δεμένη μὲ λουριὰ ἀπὸ τοὺς ὤμους του. Σὲ ἕνα σημεῖο τοῦ δρόμου, ποὺ λέγεται «Μεγάλη Σκάλα», κόπηκε τὸ λουρὶ καὶ ἔπεσε ἡ λειψανοθήκη στὸν γκρεμό. Ὁ Γέροντας ἀπὸ τὸν πόθο καὶ τὴν εὐλάβεια πρὸς τὰ ἅγια Λείψανα, χωρὶς νὰ ὑπολογίση τὸν ἑαυτό του καὶ χωρὶς τὸν παραμικρὸ δισταγμό, πήδησε ἀμέσως στὸν γκρεμὸ γιὰ νὰ τὰ προλάβη. Κατρακυλοῦσε ἡ λειψανοθήκη καὶ χτυποῦσε στὰ βράχια. Τελικὰ ὁ ἴδιος διαφυλάχθηκε, χάριτι Θεοῦ, σῶος· δὲν ἔπαθε τίποτε, οὔτε γρατσουνιά! Ἡ λειψανοθήκη μὲ τὰ ἅγια Λείψανα ἔμειναν ἐπίσης ἄθικτα, ἐνῶ ὁ μεταλλικὸς κορβανὰς ποὺ ἦταν προσαρμοσμένος στὴν λειψανοθήκη εἶχε κατατσαλακωθῆ ἀπὸ τὰ χτυπήματα. Ἦταν τόσο βαθὺς καὶ ἀπότομος ὁ γκρεμὸς ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ ξανανεβῆ ὁ Γέροντας. Γιὰ νὰ βγῆ στὸ μονοπάτι, βάδιζε πολλὴ ὥρα μέσα στὸ ποτάμι.
Κόποι, ἀσκήσεις καὶ ἡσυχία
     Νήστευε αὐστηρὰ καὶ δουλαγωγοῦσε μὲ κάθε τρόπο τὸ εὔθραυστο σῶμα του, παρ' ὅτι ἔκανε θεραπεία μὲ ἐνέσεις. Κάποιες φορὲς μὲ ἕνα ποτήρι νερὸ περνοῦσε ὅλο το ἡμερονύκτιο. Ἂν καὶ καλλιεργοῦσε στὸν κῆπο τοῦ Μοναστηριοῦ κηπευτικὰ πολλῶν εἰδῶν, ἡ συνηθισμένη τροφὴ του ἦταν τσάϊ μὲ παξιμάδι ἢ καρύδια κοπανισμένα.
 Ἀναφέρει ἡ κυρία Πηνελόπη Μπαρμπούτη: «Στὸν κῆπο πήγαινε ξυπόλυτος καὶ τὸ βράδυ καθάριζε τὰ ἀγκάθια ἀπὸ τὰ πόδια του. Ἕνα παξιμάδι ἔτρωγε τὸ πρωὶ καὶ ἕνα το βράδυ. Ἄλλοτε ἔπινε σκέτο τσάϊ. Δούλευε παρὰ πολύ. Δὲν κοιμόταν σχεδὸν καθόλου. Προσπαθοῦσε νὰ μὴν χαλάση τὸ χατήρι κανενὸς καὶ ἤθελε ὅλους νὰ τοὺς ἀναπαύη. Ποτὲ δὲν ἔλεγε ὄχι. Τὰ χέρια του εἶχαν κάνει ρόζους ἀπὸ τὶς πολλὲς μετάνοιες. Τὰ πόδια του ἦταν μόνο κόκκαλα. Εἶχε πολλὰ προβλήματα μὲ τὴν ὑγεία του». Τὴν ἡμέρα ἐργαζόταν σκληρὰ καὶ τὴ νύχτα ἀγρυπνοῦσε. Μόνος του διάβαζε ὅλες τὶς ἀκολουθίες, ὅπως εἶχε μάθει στὸ Ἅγιον Ὅρος.
 Πὰρ ὅλο ποὺ τὸ Μοναστήρι ἦταν σὲ ἔρημο καὶ ἥσυχο μέρος, ὁ Γέροντας ἀποσυρόταν ἐνίοτε σὲ μιὰ σπηλιά. Πήγαινε τὶς νύχτες καὶ ἔκανε ἀγρυπνίες μὲ τὸ κομποσχοίνι καὶ ἀναρίθμητες μετάνοιες. Ἦταν ὅμως ἀνήλια καὶ ἔσταζε νερό.
Προστάτης πτωχῶν καὶ ὀρφανῶν
    κτὸς ἀπὸ τὰ κτισίματα μεριμνοῦσε συγχρόνως καὶ γιὰ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη. Καὶ αὐτοὶ ἦταν πολλοί. Στὰ χωριὰ τῆς Κόνιτσας ὑπῆρχε τότε μεγάλη φτώχεια, ἐγκατάλειψη, δυστυχία. Ὁ Γέροντας συγκέντρωνε ροῦχα, χρήματα, τρόφιμα καὶ φάρμακα, τὰ ἔκανε δέματα καὶ τὰ ἔστελνε σὲ ἀνθρώπους ποὺ στεροῦνταν. Στὸ ἔργο τῆς φιλανθρωπίας εἶχε ὡς βοηθοὺς εὐλαβεῖς γυναῖκες. Ὅσες εἶχαν τὴν διάθεση τὶς ἔστελνε νὰ ὑπηρετοῦν ἄτομα ἀνήμπορα, κυρίως γεροντάκια, ποὺ δὲν εἶχαν κανένα συγγενῆ κοντά τους.
 Εἶχε πάρει ἄδεια ἀπὸ τὴν ἀστυνομία καὶ σὲ κάθε γειτονιὰ τῆς Κόνιτσας εἶχε ἀφήσει ἀπὸ ἕνα κουμπαρὰ καὶ ὤρισε καὶ ἕναν ὑπεύθυνο. Ὑπῆρχε καὶ ἕνας ἐπὶ πλέον κουμπαρὰς ἔξω ἀπὸ τὸ Ἀστυνομικὸ Τμῆμα. Ἔκανε ἐπιτροπή, ἡ ὁποία διαχειριζόταν τὰ χρήματα, καὶ πρόσφεραν ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες.
 Ἐνδιαφέρθηκε γιὰ φτωχὰ καὶ ὀρφανὰ παιδιὰ νὰ συνεχίσουν τὶς σπουδές τους. Τὰ παρέπεμπε στὰ κατάλληλα πρόσωπα ἀλλὰ τὰ βοηθοῦσε καὶ ὁ ἴδιος οἰκονομικά, ὅσο μποροῦσε. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι σήμερα ἐπιστήμονες καὶ εὐγνωμονοῦν τὸν Γέροντα.
 Ἔδινε τὰ κτήματα τῆς Μονῆς σὲ φτωχὲς οἰκογένειες νὰ τὰ καλλιεργοῦν. Ἐνοίκιο δὲν ζητοῦσε. Τοὺς ἔλεγε, ἂν ἔχουν καλὴ σοδειά, νὰ προσφέρουν στὸ Μοναστήρι ὅ,τι ἤθελαν. Ἂν ἡ χρονιὰ δὲν πήγαινε καλά, δὲν ζητοῦσε τίποτε.
 Ὅσες φορὲς ἡ ἀδελφή του Χριστίνα πήγαινε ροῦχα ἢ τρόφιμα, δὲν τὰ δεχόταν. Τῆς ἔλεγε νὰ τὰ πάη σὲ οἰκογένειες, ποὺ γνώριζε ὅτι στεροῦνταν.
Οἰκειότητα μὲ τὰ ἄγρια ζῶα
    μεγάλη ἀγάπη τοῦ Γέροντα πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν εἰκόνα του, τὸν ἄνθρωπο, πλημμύριζε τὴν καρδιά του καὶ τὸ ξεχείλισμά της ἀγκάλιαζε καὶ τὴν ἄλογη κτίση. Ἰδιαίτερα ἀγαποῦσε τὰ ἄγρια ζῶα, καὶ αὐτὰ ἔνιωθαν τὴν ἀγάπη του καὶ τὸν πλησίαζαν.
Ἕνα ἐλαφάκι ἐρχόταν καὶ ἔτρωγε ἀπὸ τὰ χέρια του. Τοῦ ἔκανε ἕνα σταυρὸ στὸ μέτωπο μὲ μπογιά. Εἰδοποίησε τοὺς κυνηγοὺς νὰ μὴν κυνηγοῦν κοντὰ στὸ Μοναστήρι καὶ νὰ προσέξουν αὐτὸ τὸ ἐλαφάκι μὲ τὸν σταυρό, ὅπου καὶ ἂν τὸ βροῦν, νὰ μὴν τὸ χτυπήσουν. Ἀλλὰ δυστυχῶς, ἕνας κυνηγὸς περιφρονώντας τὴν ἐντολή του, κάποια ἡμέρα εἶδε τὸ ἐλαφάκι καὶ τὸ σκότωσε. Ὁ Γέροντας στενοχωρήθηκε πολὺ καὶ εἶπε μιὰ προφητεία ποὺ ἐπαληθεύτηκε στὸ ἀκέραιο. Δὲν ἀναφέρεται γιατί τὸ πρόσωπο αὐτὸ ζεῖ μέχρι σήμερα.
 Στὸ δάσος γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι ζοῦν ἀρκοῦδες. Μιὰ συνάντησε ὁ Γέροντας σὲ στενὸ μονοπάτι, ἐνῶ ἀνέβαινε στὸ Μοναστήρι μὲ ἕνα γαϊδουράκι φορτωμένο. Ἡ ἀρκούδα μαζεύτηκε στὴν ἄκρη, γιὰ νὰ περάση ὁ Γέροντας. Αὐτὸς πάλι τῆς ἔκανε νόημα μὲ τὸ χέρι νὰ περάση πρώτη. «Καὶ αὐτή», διηγεῖτο χαριτολογώντας, «ἅπλωσε τὸ πόδι της καὶ μούπιασε τὸ χέρι, γιὰ νὰ περάσω ἐγώ». Τῆς εἶπε: «Αὔριο νὰ μὴν ἐμφανισθῆς ἐδῶ κάτω, γιατί περιμένω κόσμο. Ἀλλοιῶς θὰ σὲ πιάσω ἀπὸ τὸ αὐτὶ καὶ θὰ σὲ δέσω μέσα στὸ παχνί».
 Ἔλεγε ὅτι ἡ ἀρκούδα ἔχει ἕναν ἐγωισμό. Ὅταν βρεθῆ σὲ κίνδυνο, δείχνει ὅτι δὲν φοβᾶται, ἀλλὰ μετὰ φεύγει τρέχοντας.
 Μιὰ ἀρκούδα ἐρχόταν συχνά, εἶχε ἐξοικειωθῆ μαζί του καὶ ὁ Γέροντας τὴν τάιζε. Τὶς ἡμέρες ποὺ ἐρχόταν κόσμος στὸ Μοναστήρι ὁ Γέροντας τὴν προειδοποιοῦσε νὰ μὴν ἐμφανίζεται καὶ προκαλῆ ἔτσι φόβο στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ἀρκούδα μερικὲς φορὲς παρέβαινε τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντα, ἐμφανιζόταν ἀπροσδόκητα καὶ ὅσοι τὴν ἔβλεπαν τρόμαζαν. Πολλοὶ τὴν εἶχαν δεῖ· μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἡ Καίτη Πατέρα, ὅπως διηγήθηκε: «Ἀνέβαινα μιὰ νύχτα στὸ Μοναστήρι μὲ φακὸ γιὰ νὰ προλάβω τὴν θεία Λειτουργία. Ἄκουσα ἕναν θόρυβο, ἔρριξα τὸ φῶς καὶ εἶδα ἕνα ζῶο κάτι σὰν σκυλὶ μεγάλο. Μὲ ἀκολούθησε καί, ὅταν ἔφθασα, ρώτησα τὸν π. Παίσιο, ἂν τὸ σκυλὶ εἶναι τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἀπάντησε: «Σκυλὶ εἶναι αὐτό; Γιὰ κοίταξε καλά. Ἀρκούδα εἶναι».
 Ὅταν εἶδε ὅτι τελείωσε ἡ ἀποστολή του στὴν ἔρημό του κόσμου, καὶ ἀφοῦ ξεπλήρωσε τὸ τάμα πρὸς τὴν Παναγία, ἄφησε ὁριστικά τό Στόμιο στὶς 30 Σεπτεμβρίου 1962 καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὸ Θεοβάδιστο Ὅρος Σινά.
EΡHMITHΣ ΣTO ΘEOBAΔIΣTON OΡOΣ ΣINA
Μακαρία ἐρημικὴ ζωὴ
      Γέροντας ζήτησε εὐλογία νὰ μείνη μόνος στὴν ἔρημο. Ἐγκαταστάθηκε στὸ ἀσκητήριο τῶν ἁγίων Γαλακτίωνος καὶ Ἐπιστήμης, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ Ἐκκλησάκι καὶ ἕνα πολὺ μικρὸ συνεχόμενο Κελλάκι. Βρίσκεται σὲ ὡραία θέση σὲ ὕψωμα, ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν ἁγία Κορυφή, καὶ ἀπέχει λιγώτερο ἀπὸ μία ὥρα ἀπὸ τὸ Μοναστήρι.
Διακόσια μέτρα πιὸ πάνω βρίσκεται ἡ σπηλιὰ τοῦ ἁγίου Γαλακτίωνος καὶ λίγο πιὸ πίσω εἶναι ἡ Σκήτη ποὺ ἔμενε ἡ ἁγία Ἐπιστήμη μὲ τὶς ἄλλες ἀσκήτριες. Ἅγια μέρη, εὐλογημένα. Παρ' ὅλη τὴν αὐχμηρότητά τους, ἐμπνέουν αὐτὰ τὰ βράχια. Ἐκεῖ ψηλὰ λοιπόν, σὰν ἀετός, ἔστησε ὁ Γέροντας τὴν φωλιά του, ἔκανε μᾶλλον τὴν πολεμίστρα του ὁ ἀετὸς τοῦ πνεύματος.
 Πολὺ κοντά, «ὡσεὶ λίθου βολήν», στὸ ἀσκητήριο εἶχε μιὰ μικρὴ πηγούλα. Μάζευε τὸ 24ωρο δυὸ-τρία κιλὰ νερό. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Πήγαινα μὲ ἕνα τενεκάκι νὰ πάρω νερό, γιὰ νὰ κάνω τσάι ἢ νὰ βρέξω λίγο το μέτωπο, λέγοντας τοὺς χαιρετισμοὺς μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ τὰ μάτια μου πλημμύριζαν ἀπὸ δάκρυα. «Θεέ μου,» ἔλεγα, «λίγο νερὸ νὰ πίνω· δὲν θέλω τίποτε ἄλλο». Τόσο πολύτιμο ἦταν αὐτὸ τὸ λιγοστὸ νεράκι γι αὐτὸν ποὺ ἤθελε νὰ ζήση ἐκεῖ στὴν ἔρημο. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ὁ Γέροντας τὸ μοιραζόταν μὲ τὰ ἄγρια ζῶα καὶ τὰ διψασμένα πουλιὰ τῆς ἐρήμου.
 - Γέροντα, πῶς ζούσατε στὸ Σινά; τὸν ρώτησε κάποιος.
 Ἀπάντησε: «Ἡ τροφή μου ἦταν τσάι μὲ παξιμάδι ποὺ τὸ ἔκανα μόνος μου. Ἔκανα πέτουρα (λεπτὰ φύλλα ζύμης) καὶ τὰ ξέραινα στὸν ἥλιο. Γίνονταν τόσο σκληρά, ποὺ ἔσπαζαν σὰν τζάμι. Καμμιὰ φορά ἔβραζα καὶ ρύζι στουμπισμένο μέσα σὲ ἕνα κονσερβοκούτι. Αὐτὸ ἦταν καὶ μπρίκι καὶ κατσαρόλα καὶ πιάτο καὶ ποτήρι. Αὐτὸ τὸ κονσερβοκούτι καὶ ἕνα κουτάλι λίγο πιὸ μικρὸ ἀπὸ τῆς σούπας ἦταν ὅλο το νοικοκυριό μου.
 »Ἀκόμη, εἶχα μιὰ φανέλλα, ποὺ τὴν φοροῦσα τὴ νύχτα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζω τὸ κρύο. Ἔπινα καὶ ἕνα τσάι μαῦρο, γιὰ νὰ μὲ βοηθᾶ στὴν ἀγρυπνία, καὶ ἔβαζα καὶ μιὰ κουταλιὰ ζάχαρη παραπάνω, ποὺ ἀντιστοιχοῦσε μὲ ἄλλη μιὰ φανέλλα. (Δηλαδὴ οἱ θερμίδες ποὺ τοῦ ἔδινε ἡ παραπανίσια ζάχαρη ἦταν σὰν νὰ φοροῦσε ἀκόμη μιὰ φανέλλα). Εἶχα καὶ μιὰ ἀλλαξιὰ χοντρὰ ροῦχα, γιατί τὴ νύχτα ἔκανε πολὺ κρύο. Δὲν εἶχα οὔτε φανάρι, οὔτε φακό, παρὰ μόνο ἕναν ἀναπτήρα, γιὰ νὰ βλέπω λίγο στὸ σκοτάδι, ὅταν βάδιζα σὲ κανένα πέτρινο μονοπάτι μὲ σκαλοπάτια. Τὸν χρειαζόμουν ἐπίσης γιὰ νὰ ἀνάβω καμμιὰ φορά φωτιὰ μὲ φρύγανα, γιὰ νὰ κάνω κανένα ζεστό. Εἶχα καὶ λίγες τσακμακόπετρες καὶ ἕνα μπουκαλάκι πετρέλαιο πολὺ μικρὸ γιὰ τὸν ἀναπτήρα. Τίποτε ἄλλο.
 »Μιὰ φορὰ φύτεψα καὶ μιὰ ρίζα ντομάτα, ἀλλὰ μετὰ μὲ πείραξε ὁ λογισμός μου καὶ τὴν ξερρίζωσα, γιὰ νὰ μὴν προκαλῶ τοὺς Βεδουίνους. Μοῦ φαινόταν ἀταίριαστο, οἱ φτωχοὶ Βεδουίνοι νὰ μὴν ἔχουν ντομάτες, καὶ ἐγὼ ποὺ ἤμουν καλόγηρος νὰ ἔχω, ἔστω καὶ μιὰ ρίζα.
 »Τὴν ἡμέρα ἔλεγα τὴν εὐχὴ καὶ ἔκανα ἐργόχειρο. Εὐχὴ καὶ ἐργόχειρο. Αὐτὸ ἦταν τὸ τυπικό μου. Τὴ νύχτα ἔκανα μερικὲς ὧρες μετάνοιες, χωρὶς νὰ τὶς μετρῶ. Ἀκολουθία δὲν διάβαζα, τὴν ἔκανα μὲ κομποσχοίνι.
 »Γιὰ νὰ μὴ μὲ ἐνοχλοῦν οἱ περίεργοι, ἔκανα μὲ πράσινη λαδομπογιὰ νεκροκεφαλὲς (σῆμα κινδύνου) στὰ βράχια. Μιὰ φορὰ ἕνας τουρίστας Γερμανὸς θέλησε νὰ ἀνεβῆ ἐπάνω. Νόμισε ὅτι εἶναι ναρκοπέδιο, ἀλλὰ ἐπειδὴ φαίνεται ἤξερε ἀπὸ τέτοια, πρόσεχε ποὺ πατοῦσε καὶ κατώρθωσε νὰ φθάση μέχρι ἐπάνω. Ἐγὼ τὸν παρακολουθοῦσα ἀπὸ ψηλά. Τὸν ἄφησα νὰ πλησιάση, μετὰ μπῆκα στὴν σπηλιὰ τοῦ ἁγίου Γαλακτίωνος καὶ τράβηξα ἕνα δεμάτι ἀγκάθια στὴν εἴσοδο. Ἔψαξε, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε νὰ μὲ βρῆ καὶ γύρισε πίσω».
 Ἁπλοποίησε πολὺ τὴν ζωή του καὶ ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις, χωρὶς περισπασμούς. «Ἡ ἔρημος ἐρημώνει τὰ πάθη. Ὅταν τὴν σεβασθῆς καὶ προσαρμοσθῆς πρὸς τὴν ἔρημο, σοῦ δίνει νὰ αἰσθανθῆς τὴν παρηγοριά της», ἔλεγε ἀργότερα ὁ Γέροντας μὲ νοσταλγία, ἐκφράζοντας μὲ λίγες λέξεις τὴν ἐμπειρία του ἀπὸ τὴν Σιναϊτικὴ ἔρημο.
       
       γαποῦσε ὁ Γέροντας νὰ ἐπισκέπτεται τόπους, ὅπου ἔζησαν ἀσκητές. Θαύμαζε τὰ μικρὰ ἀσκητικὰ σπήλαια. Ἀλλοῦ σωζόταν μιὰ μικρὴ στερνούλα, σὲ ἄλλα φαινόταν μαυρισμένος ὁ βράχος ἀπὸ τὴν φωτιὰ ποὺ ἂναβαν κάπου-κάπου γιὰ νὰ μαγειρεύουν. Τὸν ἐνέπνεαν καὶ τὸν συγκινοῦσαν αὐτὰ τὰ παλαιὰ ἀσκητήρια. Ἐπισκέφθηκε καὶ τὸ ἀσκητήριο τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ἀρσελαίτου. Εἶναι μιὰ πανέρημος κατάλληλη γιὰ ἀναχωρητές. Τὴν Μεγάλη Σαρακοστὴ τὴν πέρασε στὸ ἀσκητήριο τοῦ ἁγίου Στεφάνου, ποὺ ἀναφέρει καὶ ἡ Κλίμακα, κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Κορυφή, μὲ μεγάλη νηστεία, σχεδὸν ἀσιτία. Εἶχε ἐκεῖ μόνο ἕνα τενεκεδάκι, γιὰ νὰ βγάζη νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι ποὺ ὑπῆρχε πιὸ κάτω, στὸν προφήτη Ἠλία.
 Εἶχε τυπικὸ νὰ μὴ φοράη παπούτσια. Εἶχαν σχιστὴ οἱ φτέρνες του καὶ ἔτρεχαν αἷμα. Τὰ παπούτσια τὰ εἶχε στὸ ντορβὰ καὶ τὰ φοροῦσε μόνο ὅταν κατέβαινε στὸ Μοναστήρι ἢ συναντοῦσε κάποιον στὸν δρόμο. Γιὰ ὅποιον γνωρίζει τὶς συνθῆκες τῆς ἐρήμου, εἶναι πολὺ ὀδυνηρὸ νὰ βαδίζη κανεὶς ξυπόλυτος πάνω στὰ βράχια ἢ στὴν ἄμμο. Τὴν ἡμέρα καῖνε τόσο πολύ, ποὺ οἱ Βεδουίνοι βάζουν αὐγὰ στὴν ἄμμο καὶ γίνονται μελάτα, ἐνῶ τὴ νύχτα εἶναι τόσο κρύα τα βράχια, σὰν νὰ πατᾶ κανεὶς πάνω σε πάγο.
 Στὸ Μοναστήρι κατέβαινε κάθε Κυριακὴ ἢ κάθε δεκαπέντε ἡμέρες. Βοηθοῦσε στὴν ἀκολουθία καὶ κοινωνοῦσε.
Λύει τὴν ἀνομβρία
      
    ταν πρωτοπῆγε στὸ Σινὰ εἶχε μεγάλη ἀνομβρία. Σὲ φυσιολογικὲς συνθῆκες στὴν περιοχὴ αὐτὴ βρέχει πολὺ ἀραιά. Τὴν χρονιὰ ἐκείνη ἦταν ἰδιαίτερα αἰσθητὴ ἡ ἔλλειψη νεροῦ. Ἕνα καραβάνι ἑτοιμάσθηκε γιὰ νὰ πάη νὰ κουβαλήση νερὸ ἀπὸ μακρυά. Ὁ Γέροντας τοὺς εἶπε: «Περιμένετε, μὴν πᾶτε ἀπόψε». Τὴ νύχτα ἔκανε προσευχὴ καὶ ἔβρεξε πολύ.
Ἐργόχειρο κι ἐλεημοσύνες
      Τὸ ἐργόχειρο τοῦ Γέροντα ἦταν ἡ ξυλογλυπτική. Ἀνέφερε ὁ ἴδιος: «Ἔκανα σὲ ξύλο εἰκόνες σκαλιστὲς τὸν προφήτη Μωυσῆ νὰ παίρνη τὸν Δεκάλογο. Τὰ ξύλα τὰ ἔκοβα μόνος μου. Πολλὲς φορὲς καὶ τὴ νύχτα ἄνοιγα λίγο τὴν πόρτα τοῦ Κελλιοῦ καὶ στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ ἔλεγα τὴν εὐχὴ καὶ γυαλοχάρτιζα καὶ προετοίμαζα τὰ ξύλα. Γιὰ ἐργαλεῖα εἶχα μόνο δυὸ μαχαιράκια ἀπὸ ἕνα ψαλίδι Singer, ποὺ τὸ ἔφερα ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα· τὸ διέλυσα στὰ δύο, τὸ ἀκόνισα καὶ τὸ ἔβαψα μὲ λαδομπογιὰ πράσινη, γιὰ νὰ μὴν ἀντανακλᾶ τὶς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου καὶ θαμπώνει τὰ μάτια μου.
 »Τὰ ἐργόχειρα τὰ ἔδινα στὸ Μοναστήρι καὶ τὰ πωλοῦσαν· γίνονταν ἀνάρπαστα ἀπὸ
  τοὺς προσκυνητές. Τὰ χρήματα ποὺ ἔπαιρνα τὰ ἔδινα σὲ γνωστοὺς ταξιτζῆδες ἀπὸ τὸ Κάιρο. Τοὺς ἔλεγα νὰ ψωνίζουν ροῦχα, καπελλάκια, μπισκότα, τρόφιμα κ. α. Μετὰ γέμιζα τὸ σακκίδιο μὲ εὐλογίες καὶ ρωτοῦσα ποῦ ὑπάρχουν καταυλισμοὶ Βεδουίνων. Πήγαινα στὶς σκηνές τους, φώναζα πιὸ ἔξω τά μικρὰ παιδιὰ καὶ μοίραζα τὶς εὐλογίες.
 Ἀπὸ τὴν πολλή του ἀγάπη πρὸς τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ ὁ Γέροντας ἄφησε τὸν ἑαυτό του στὴν ἄκρη, κουραζόταν γιὰ νὰ τοὺς βοηθᾶ, καὶ δὲν πῆγε νὰ προσκυνήση στὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε, γιὰ νὰ μὴ στερηθοῦν τὰ Βεδουϊνάκια τὶς εὐλογίες του. Καὶ αὐτὰ καταλάβαιναν τὴν μεγάλη του ἀγάπη, ποὺ δὲν εἶχε σκοπιμότητα καὶ ἰδιοτέλεια, καὶ τὸν ὑπεραγαποῦσαν. Γινόταν σωστὸ πανηγύρι ἀπὸ τὴν χαρὰ ποὺ ἔκαναν κάθε φορά ποὺ τοὺς ἐπισκεπτόταν ὁ ἀγαπημένος τους
«Ἀμπούνα Παίζι». (Στὰ Βεδουίνικα: πατὴρ Παίσιος).
      λλὰ καὶ ὅταν τὰ Βεδουινάκια πήγαιναν στὸ ἀσκητήριό του μὲ σκασμένα τὰ πόδια, ἐπειδὴ περπατοῦσαν ξυπόλυτα, τοὺς ἔβαζε κερὶ στὰ σχισίματα καὶ τοὺς ἔδινε καὶ ἀπὸ ἕνα ζευγάρι σανδάλια. Σὲ ἄλλα μοίραζε καπελλάκια, γιὰ νὰ μὴ τὰ ζαλίζη ὁ ἥλιος, καὶ ὅ,τι ἄλλο εἶχε.
«Ἣν ἐν τῇ ἐρήμω πειραζόμενος...»
  
        Κάποια ἡμέρα ἔκανε ἐργόχειρο λέγοντας τὴν εὐχὴ καθισμένος σὲ ἕνα βράχο, ἐνῶ ἀπὸ κάτω ὑπῆρχε βαθὺς γκρεμός. Παρουσιάζεται ὁ διάβολος καὶ τοῦ λέγει:
 - Πήδα κάτω, Παίσιε· σοῦ ὑπόσχομαι, δὲν θὰ πάθεις τίποτε.
 Ὁ Γέροντας συνέχισε ἀτάραχος τὴν εὐχὴ καὶ τὸ ἐργόχειρό του. Δὲν ἔδωσε σημασία στὸν διάβολο. Ὁ πειρασμὸς συνέχισε νὰ τὸν παρακινῆ νὰ πηδήση στὸν γκρεμὸ ἐπαναλαμβάνοντας τὴν ἴδια ὑπόσχεση. Αὐτὸ κράτησε μιάμιση ὥρα περίπου.
 Στὸ τέλος παίρνει μιὰ πέτρα καὶ τὴν ρίχνει στὸν γκρεμὸ λέγοντας στὸν διάβολο:
 - Ἄντε νὰ σοῦ ἀναπαύσω τὸν λογισμό σου.
 Ὁ διάβολος, ἀφοῦ ἀπέτυχε νὰ τὸν ρίξη στὸν γκρεμό, τοῦ λέγει δῆθεν μὲ θαυμασμό:
 - Τέτοια ἀπάντηση οὔτε ὁ Χριστὸς δὲν μοῦ ἔδωσε. Ἐσὺ καλύτερα ἀπάντησες.
 - Ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός. Δὲν εἶναι σὰν καὶ μένα τὸν καραγκιόζη. «Ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ».
 Καὶ ἔτσι, μὲ τὴν ἐνοικοῦσα θεία χάρι, ἀπέφυγε τὸν πρῶτο πειρασμὸ νὰ πηδήση στὸν γκρεμό, νὰ τσακισθῆ στὰ βράχια· ἀκόμη ἀπέφυγε καὶ τὸν βαθύτερο γκρεμὸ τῆς ὑπερηφανείας, νὰ δεχθῆ τὸν ἔπαινο τοῦ διαβόλου, θεωρώντας τὸν ἑαυτὸ του ἀνώτερο ἀπὸ τὸν Χριστό.
Ἐγκαταλείπει τὴν γλυκειὰ ἔρημο
      νῶ ζοῦσε τέτοια ζωὴ καὶ χαιρόταν ποὺ βρῆκε ἐπιτέλους αὐτὸ ποὺ ἀναζητοῦσε ἀπὸ χρόνια, ἡ ὑγεία τοῦ χειροτέρευε. ὑπέφερε ἀπὸ πονοκεφάλους ποὺ ὀφείλονταν στὴν ἔλλειψη ὀξυγόνου λόγω τοῦ ὑψομέτρου.
 Τελικά, ὅταν εἶδε νὰ ἐπιδεινώνεται ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του, πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ ἐγκαταλείψει τὴν γλυκειὰ ἔρημο τοῦ Σινᾶ καὶ νὰ ἐπιστρέψει στὸ Ἅγιον Ὅρος.
 ΘΑΥΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ
Οὐκ ἀπέστη ἠμῶν»
       Γέροντας δὲν ἔπαυσε νὰ βοηθᾶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του. Οἱ ἄνθρωποι καταφεύγουν στὸν Γέροντα καὶ ζητοῦν τὶς πρεσβεῖες του, ἐπειδὴ πιστεύουν στὴν ἁγιότητά του. Ὁ τάφος του ἔγινε πανορθόδοξο προσκύνημα. Ἔχει πολλὴ εὐλογία καὶ χάρι. Συγκεντρώνει τοὺς πονεμένους καὶ παρηγορεῖ τοὺς θλιμμένους. Θεραπεύονται ἀσθενεῖς καὶ γίνονται πολλὰ θαύματα. Καὶ τὸ Κελλάκι του στὸ Ἅγιον Ὅρος ἔγινε ἐπίσης προσκύνημα. Καθημερινὰ περνοῦν ἐπισκέπτες ποὺ εἶχαν γνωρίσει τὸν Γέροντα καὶ εὐεργετήθηκαν, γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουν ἢ ἄλλοι γιὰ νὰ δοῦν ποὺ ζοῦσε.
 Τὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ κάνουν οἱ Ἅγιοι, ἐμφανίσεις καὶ θεραπεῖες, τὰ βλέπουμε καὶ στὸν Γέροντα καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του. Ἰδιαιτέρως θεραπεύει καρκινοπαθεῖς καὶ δαιμονισμένους. Ἐμφανίζεται καὶ σώζει πολλοὺς ἀπὸ τροχαία δυστυχήματα. Πολλοὶ ἀσθενεῖς τὸν εἶδαν μέσα στὰ Νοσοκομεῖα. Διάφορα προσωπικά του ἀντικείμενα θαυματουργοῦν καὶ ἐκπέμπουν ἄρρητη εὐωδία.
 Εἶναι ἀμέτρητά τα μετὰ τὴν κοίμηση θαύματα τοῦ Γέροντα καὶ συνεχῶς γίνονται καὶ νέα. «Διὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς» σημειώνονται στὴν συνέχεια ἐπιλεκτικὰ ἐλάχιστα, ἐπιβεβαιωμένα καὶ μαρτυρημένα ἀπὸ αὐτόπτες μάρτυρες.
Εὐωδία
     Τὸ χάρισμα τῆς εὐωδίας καὶ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντα δὲν ἐξαφανίστηκε. Πολλοὶ αἰσθάνονται εὐωδία, ὅταν προσκυνοῦν τὸν τάφο του, ὅταν ἐπισκέπτωνται τὸ Κελλί του στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἢ ἄλλοι αἰσθάνονται εὐωδία ἐξερχόμενη ἀπὸ προσωπικὰ ἀντικείμενα ἢ ροῦχα του.
 Ὅπως μαρτυροῦν οἱ πατέρες ποὺ διαδέχθηκαν τὸν Γέροντα στὸ Κελλί του, «τὸν πρῶτο καιρὸ μετὰ τὴν κοίμησή του σχεδὸν ὅλοι οἱ ἐπισκεπτόμενοι τὸ Κελλὶ αἰσθάνονταν αὐτὴ τὴν ξεχωριστὴ εὐωδία.
 Μαρτυρεῖ ὁ π. Α. Κ. : «Τὴν χρονιὰ ποὺ ἐκοιμήθη ὁ Γέροντας ἔγινε Λειτουργία τὴν ἡμέρα ποὺ ἐώρταζε τὸ Κελλί του. Αἰσθάνθηκα κατὰ τὴν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας ἰσχυρὴ εὐωδία, ἡ ὁποία μὲ συνώδευσε μέχρι τὸ Κουτλουμούσι καὶ ἔπειτα χάθηκε».
Διάσωση παιδιοῦ
      π. Χρῆστος Τσάνταλης ἀπὸ τὴ Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης καὶ ἐφημέριος Κερασιᾶς, μὲ ἐννέα παιδιά, καταθέτει: «Μερικὰ ἀπὸ τὰ παιδιά μου ἔπαιζαν στὴν ταράτσα τοῦ σπιτιοῦ καὶ κάποια στιγμὴ ἄρχισαν νὰ πηδοῦν τὸν φωταγωγό. Ἕνα ἀγοράκι μου ἕξι ἐτῶν, ποὺ ἀκόμη δὲν μιλάει καλά, θέλησε καὶ αὐτὸ νὰ πηδήξη. Βρέθηκε στὸ κενὸ καὶ σὰν βολίδα ἔφυγε πρὸς τὰ κάτω. Ἔπεσε ἀπὸ τὸν τρίτο ὄροφο. Ἦλθαν τὰ παιδιὰ τρομαγμένα καὶ μοῦ τὸ εἶπαν. Ἔτρεξα μὲ χτυποκάρδι στὸ βάθος τοῦ φωταγωγοῦ, γιὰ νὰ περιμαζέψω τὸ μικρό. Ἔμεινα ἔκπληκτος ὅταν τὸ εἶδα νὰ ἔρχεται πρὸς τὸ μέρος μου κατακίτρινο ἀπὸ τὸν φόβο. Τὸ πῆγα στὸ Νοσοκομεῖο. Οἱ γιατροὶ τὸ ἐξέτασαν καὶ εἶπαν ὅτι δὲν ἔχει τίποτε, οὔτε τὸ παραμικρὸ τραῦμα.
 »Καταλάβαμε ὅτι πρόκειται περὶ θαύματος, καὶ σκέφθηκα πὼς ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Νέας Μηχανιώνας ἔσωσε τὸ παιδί. Τὸ πῆγα στὴν εἰκόνα της καὶ τὸ ρώτησα: «Αὐτή σε φύλαξε;». Αὐτὸ ἀπάντησε «ὄχι». Μὲ ὠδήγησε στὴν φωτογραφία τοῦ π. Παϊσίου καὶ μοῦ τὸν ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλο (ὅτι δηλαδὴ αὐτὸς μὲ κράτησε)».
 
Ἐπεμβάσεις σὲ τροχαία
      κ. Στ. ἀπὸ τὴν Καλαμάτα, κάτοικος Ἀθηνῶν, ταξίδευε μὲ τὸ αὐτοκίνητό του πρὸς τὰ Ἰωάννινα. Καθ' ὁδὸν ἔπεσε θύμα ἰσχυρῆς μετωπικῆς συγκρούσεως, κατὰ τὴν ὁποία τὸ αὐτοκίνητό του κυριολεκτικὰ διαλύθηκε καὶ ὁ ἴδιος τραυματίστηκε σοβαρὰ στὸ κεφάλι. Μεταφέρθηκε ἀναίσθητος στὸ Νοσοκομεῖο καὶ μπῆκε στὴν ἐντατική.
 Ἐνῶ εὐρίσκετο στὴν κατάσταση αὐτή, εἶδε μία φωτεινὴ νεφέλη καὶ στὸ μέσον ἕναν ἡλικιωμένο μοναχό. Πὰρ ὅτι δὲν εἶχε ἰδιαίτερη σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἐπειδὴ ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες εἶχε ἀκούσει ἀπὸ γνωστό του γιὰ κάποιον χαρισματοῦχο γέροντα Παίσιο, μέσα στὴν ἔκπληξή του ρώτησε αὐθόρμητα τὸν ἄγνωστο μοναχό:
 - Εἶσαι ὁ γέροντας Παίσιος;
 Ὁ Γέροντας δὲν ἀπάντησε. Χαμογέλασε, τὸν χάιδεψε ἐλαφρὰ στὸ κεφάλι καὶ τοῦ εἶπε:
 - Μὴ φοβᾶσαι· θὰ γίνεις καλά!
 Ὁ Στ. συνῆλθε. Ἂν καὶ σαστισμένος ἀπὸ τὸ παράδοξό του πράγματος, καὶ παρόλο ποὺ ἀγνοοῦσε τὸν θαυμαστὸ ἐπισκέπτη του, πίστεψε στὴν διαβεβαίωσή του. Τὴν διηγήθηκε μάλιστα μὲ ἔντονο ὓφος καὶ στοὺς γιατρούς. Καὶ αὐτοὶ ἔκπληκτοι διαπιστώνοντας τὴν ἀνθρωπίνως ἀνεξήγητη βελτίωσή του, ὠμολόγησαν:
 - Ὄντως πρόκειται γιὰ θαῦμα!
 Ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο, στὸν δρόμο περνώντας μπροστὰ ἀπὸ ἕνα βιβλιοπωλεῖο ἔκπληκτος ἀντικρυσε στὴν βιτρίνα τὸν σωτήρα του. Ἀνεγνώρισε τὴν μορφή του στὸ ἐξώφυλλο ἑνὸς βιβλίου. Ἔτσι ἀνεκάλυψε τὸν εὐεργέτη του καὶ γεμάτος εὐγνωμοσύνη τὸ ἀγόρασε καὶ τὸ διάβασε.
Συγκινημένος ἦλθε νὰ προσκυνήση στὴν «Παναγούδα» (Ἰανουάριος 1998), ὅπου καὶ διηγήθηκε τὰ ἀνωτέρω. Ἐκτός του ὅτι τὸν διέσωσε ἀπὸ βέβαιο σωματικὸ θάνατο, ἡ ἐπέμβαση τοῦ Γέροντα ἄλλαξε καὶ ριζικὰ τὴν ζωή του. Ἀνεζήτησε πνευματικὸ καὶ ἐξωμολογήθηκε. Σταμάτησε τὴν κοσμικὴ ζωὴ παρὰ τὶς ἔντονες πιέσεις τῶν συγγενῶν. «Μοῦ εἶναι ἀδύνατο νὰ συνεχίσω τὰ ἴδια· στὸν νοῦ μου ἔρχεται συνέχεια τὸ χαμογελαστὸ φωτεινὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντα», ἔλεγε μὲ δάκρυα στὰ μάτια.
        Διήγηση εὐλαβοῦς ἐγγάμου Ἱερέως ποὺ σπουδάζει στὴν Θεσσαλονίκη. «Πρὸ καιροῦ ἦρθε ἕνας νέος καὶ μοῦ εἶπε: «Πάτερ, ἐγὼ χθὲς ἔπρεπε νὰ εἶχα πεθάνει, ἀλλὰ ὁ Θεὸς μὲ ἔσωσε. Καθὼς ἔτρεχα μὲ μεγάλη ταχύτητα χτύπησα μὲ τὴν μοτοσυκλέττα μου ἐπάνω σε ἕνα αὐτοκίνητο καὶ πετάχθηκα μακρυά. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη εἶδα ἕναν παππούλη νὰ μὲ πιάνη γερὰ ἀπὸ τὸ δεξὶ χέρι καὶ ἔτσι δὲν ἔπαθα τίποτε».
 »Ἐγὼ (ὁ ἱερεὺς) τοῦ ἔδειξα μερικὲς εἰκόνες Ἁγίων καὶ φωτογραφίες συγχρόνων Γερόντων. Μόλις εἶδε τὸν γέροντα Παίσιο, φώναξε συγκινημένος: «Αὐτὸς ἦταν».
 »Ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ξαναῆρθε καὶ μοῦ ἀνέφερε ὅτι ἐκ τῶν ὑστέρων ἀνεκάλυψε στὸ τσεπάκι τοῦ μπουφάν του, στὸν δεξιὸ βραχίονα (ἀκριβῶς ἐκεῖ ποὺ τὸν ἐπίασε ὁ Γέροντας), δύο μικρὲς εἰκονίτσες, μιὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ μιὰ τοῦ γέροντος Παϊσίου ποὺ τὶς εἶχε βάλει ἡ μητέρα του κρυφά».
Πνευματικὲς νεκραναστάσεις
      Τὰ περισσότερα ἀλλὰ καὶ μεγαλύτερα θαύματα τοῦ Γέροντα εἶναι τὰ ἠθικὰ θαύματα. Πολλοὶ ἄνθρωποι ἀδιάφοροι θρησκευτικά, ἄθεοι ἐκ πεποιθήσεως, χωρὶς ἠθικοὺς φραγμούς, εἴτε μετὰ ἀπὸ κάποια μεταθανάτια ἐμφάνισή του, εἴτε συχνότερα ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση κάποιου βιβλίου του ἀναστήθηκαν πνευματικά, εἰσῆλθαν μὲ ζῆλο στὴν Ἐκκλησία καὶ κάποιοι καὶ στὸ μοναχικὸ στάδιο.
 Νέος ζοῦσε στὴν ἄγνοια καὶ στὴν ἁμαρτία. Ὄχι τυχαία ἔπεσαν στὰ χέρια του οἱ Ἐπιστολὲς τοῦ Γέροντα, καὶ κυριολεκτικὰ συγκλονίστηκε. Ἄλλαξε ἡ ζωή του καὶ ἐπιθυμεῖ τὸν μοναχικὸ βίο.
 «Ἐγὼ πρὶν ἕξι χρόνια», ὁμολογεῖ ἕνας νέος ἀπὸ τοὺς πολλούς, «ἤμουν ἀναρχικός. Φοροῦσα σκουλαρίκια καὶ ἔπαιρνα ναρκωτικά. Κάποιος ἀπὸ τὴν παρέα μου εἶχε ἕνα βιβλίο τοῦ π. Παϊσίου καὶ μοῦ τὸ ἔδωσε. Ἀπὸ περιέργεια τὸ ξεφύλλισα, μοῦ κίνησε τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὸ τελείωσα μέσα σὲ μιὰ νύχτα. Ἀπὸ τότε ἄλλαξε ἡ ζωή μου».
Τὸ κασκὸλ του ἐξαφανίζει ὄγκο
 Μαρτυρία Φιλίτσας. . . ἀπὸ τὸν Βόλο:
 «Βρέθηκα στὴν δύσκολη θέση νὰ μὴν μπορῶ νὰ βοηθήσω καὶ νὰ ἠρεμήσω, τὴν ἀπελπισμένη ἀδερφή μου, μετὰ ἀπὸ τὴν ἔνδειξη ὄγκου στὴν μαστογραφία ποὺ ἔκανε.
 »Μὲ σεβασμὸ ζήτησα ἀπὸ ἀγαπητή μου φίλη τὴν πολύτιμη κληρονομιά της, τὸ κασκὸλ τοῦ σεβαστοῦ γέροντος Παϊσίου. Κρατώντας τὸ σφιχτὰ στὴν ἀγκαλιά μου, μὲ χέρια τρεμάμενα, μὲ ἔντονο χτυποκάρδι, ἔτρεξα καὶ τὸ ἐναπόθεσα στὴν ἀγκαλιὰ τῆς πασχούσης. Ἐκείνη μὲ δάκρυα στὰ μάτια πῆγε στὸ εἰκόνισμα καὶ προσευχήθηκε. Τῆς εὐχήθηκα περαστικά, καὶ τὸ ἐπέστρεψα ἀμέσως στὴν φίλη μου.
 »Μετὰ ἀπὸ 45 μέρες ἡ ἄρρωστη ἐπανέλαβε τὴν μαστογραφία. Τὸ θαῦμα εἶχε γίνει. Ἡ μαστογραφία ἦταν πεντακάθαρη. Ὁ ὄγκος εἶχε ἐξαφανιστῆ. Μεγάλη ἡ χάρι τοῦ γέροντος Παϊσίου».
Θεραπεία δαιμονισμένης
     να πρωινό του Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1996 στὴν ἔκθεση τῆς Μονῆς στὴν Σουρωτὴ βρίσκονταν ἐκεῖ ἡ ὑπεύθυνη ἀδελφή, ἕνα ἀνδρόγυνο μὲ τὸ μικρό τους κοριτσάκι καὶ τὸν πατέρα τους, δύο μεσόκοπες γυναῖκες καὶ ἕνας νεαρὸς ἄνδρας. Ξαφνικὰ ἀκούστηκε μιὰ δυνατὴ κραυγή. Μιὰ ἀπὸ τὶς μεσόκοπες γυναῖκες, ἀρκετὰ εὔσωμη, σωριάστηκε στὸ πάτωμα καὶ ἄρχισε νὰ χτυπιέται καὶ νὰ ὠρύεται ἄγρια. Κουνοῦσε τὸ κεφάλι γρήγορα πέρα-δώθε. Τὸ θέαμα ἦταν πολὺ ἄσχημο. Ἡ γυναίκα μὲ τὸ παιδάκι βγῆκαν ἔξω, ἐνῶ οἱ ἄλλοι πλησίασαν νὰ τὴν βοηθήσουν. Ἡ γυναίκα μούγκριζε, ἀγκομαχοῦσε καὶ ἔλεγε μὲ μιὰ ἄγρια, ἀπειλητική, ἀνδρικὴ φωνή: «Θὰ σᾶς κανονίσω ρὲ ἐγὼ ποὺ δὲν πιστεύετε, θὰ σᾶς δείξω ἐγώ. . . νά, τώρα ἀκόμα λίγο καὶ θὰ σᾶς βάλω ὅλους στὸ χέρι μὲ τὸ 666. . . θὰ μὲ προσκυνᾶτε ὅλοι. . . χαμένοι, ἠλίθιοι. . . » καὶ ἄλλες βρισιές.
 Ἔπειτα ἄρχισε νὰ τσιρίζη καὶ ἔδειχνε φοβισμένη. «Παϊσιε, μὲ καῖς, μὲ καῖς, θέλεις νὰ μὲ στείλης πίσω στὰ τάρταρα. . . Καὶ αὐτὴ ἡ χαμένη ὅλο σὲ μοναστήρια μὲ φέρνει. . . τί τὴν βοηθᾶς; Μὲ καῖς, μὲ καῖς», καὶ στρίγγλιζε δυνατώτερα. Χτυπιόταν τόσο δυνατά, ποὺ ὑπῆρχε φόβος νὰ σπάση τὸ κεφάλι της. Ἦταν φανερὸ ὅτι τὴν πείραζε ὁ δαίμονας.
 «Α. . . ἀααά, φώναζε πάλι. . . Νά, ἦρθε καὶ ἡ Μαρία τώρα. . . μὲ καῖς Παϊσιε», εἶπε μὲ μιὰ δυνατὴ φωνὴ καὶ ἔμεινε ἀκίνητη σὰν νὰ λιποθύμησε.
 Πλησίασαν διστακτικὰ οἱ παριστάμενοι γιὰ νὰ τὴν βοηθήσουν, ἐνῶ οἱ γυναῖκες φρόντιζαν νὰ τὴν σκεπάζουν μὲ τὰ ροῦχα της. Ἀφοῦ τὴν τακτοποίησαν, τὴν σήκωσαν ἀπὸ τὸ πάτωμα. Εἶχε ἀνοίξει τὰ μάτια της καὶ ἔκλαιγε ἤρεμα καὶ βουβά. Μιὰ εὐχαριστία ξεχύθηκε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς της.
 «Σ εὐχαριστῶ, Γέροντα. . . Σὲ εὐχαριστῶ, Θεέ μου», ἔλεγε καὶ ξανάλεγε μὲ πολλὴ εὐγνωμοσύνη. Σηκώθηκε, πῆγε μπροστά σε μιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας καὶ ἀναλύθηκε σὲ δυνατοὺς λυγμούς: «Θεέ μου. . . Θεέ μου. Πῶς μὲ καταδέχθηκες τὴν ἀνάξια. . . Σὲ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, σὲ εὐχαριστῶ, Γέροντα. . . Δὲν ἄξιζα, Θεέ μου, τέτοια βοήθεια».
 Ἡ ὅλη σκηνὴ ἦταν πολὺ συγκινητική. Ὕστερα χαιρέτησαν μὲ εὐγνωμοσύνη τὴν ἀδελφὴ καὶ ἔφυγαν.
 Ἡ γυναίκα αὐτὴ εἶχε δαιμόνιο. Φεύγοντας ἀνέφερε ὅτι τὸ προηγούμενο βράδυ εἶδε στὸν ὕπνο της τὸν γέροντα Παίσιο ποὺ τῆς εἶπε: «Ἔλα στὸν τάφο μου καὶ θὰ σὲ κάνω καλά». Ἦρθε στὸ Μοναστήρι, ρώτησε ποὺ εἶναι ὁ τάφος τοῦ Γέροντα, προσκύνησε τὸν τάφο καὶ ὕστερα ἦρθαν στὴν ἔκθεση, ὅπου συνέβησαν τὰ παραπάνω.
Παρέχει ἀνάβλεψη
     Μαρτυρία Ρωσσίδος, κυρίας Λαρίσας Νικολάεβνα Μάσλοβα, ἰατροῦ, ἀπὸ τὴν Μόσχα: «Ἔπαθα δυστύχημα μὲ ἀποτέλεσμα τὸ ἀριστερό μου μάτι νὰ χάση τελείως τὸ φῶς του. Μὲ ἔφεραν στὸ πρῶτο Γενικὸ Νοσοκομεῖο τῆς Μόσχας. Οἱ θάλαμοι ἦταν γεμάτοι, γι αὐτὸ μὲ ἔβαλαν στὸν διάδρομο. Τὴ νύχτα δὲν κοιμήθηκα καθόλου. Ἔκανα προσευχὴ καὶ στενοχωριόμουν πολύ. Πρὸς τὸ πρωί, ἐνῶ ἤμουν σὲ μιὰ κατάσταση μεταξὺ ὕπνου καὶ ξύπνιου, ἦρθε ὁ μπάτουσκα Παϊσιος, τὸν εἶδα μπροστά μου ὁλοφάνερα καὶ τὸν ἀναγνώρισα, γιατί εἶχα διαβάσει ἕνα βιβλίο σχετικὸ μὲ τὴν ζωή του. Μοῦ σκέπασε τὸ κεφάλι μὲ μιὰ πετσετούλα καὶ ἐξαφανίστηκε. Τὴν ἴδια στιγμὴ κατάλαβα ὅτι βλέπει τὸ τυφλὸ μάτι μου. Οἱ γιατροὶ δὲν χρειάσθηκε νὰ κάνουν τίποτε. Νοσηλεύτηκα στὴν παραπάνω κλινικὴ ἀπὸ 4 μέχρι 11 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 2002. Ὁ ἀριθμὸς τοῦ ἱστορικοῦ της ἀσθενείας μου εἶναι 31171.
 »Εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ γιὰ τὸ ἔλεός Του σὲ μένα καὶ τὸν μπάτουσκα Παϊσιο γιὰ τὴν βοήθειά του».
1 Ἀνάδοχός του ἦταν ἡ Ἀναστασία, σύζυγος τοῦ Προδρόμου Κορτσινόγλου, τοῦ ψάλτη τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου.
2 Ὁ βίος τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου γράφτηκε ἀπὸ τὸν γέροντα Παίσιο. Ἔργα τοῦ ἰδίου εἶναι καί: «Ὁ Γέρων Χατζὴ-Γεωργης ὁ Ἀθωνίτης», «Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ ἁγιορείτικα» καὶ «Ἐπιστολές». Ἡ σειρὰ «Γέροντος Παϊσίου, Λόγοι», ποὺ ἐκδίδει ἡ Ι. Μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Σουρωτῆς, περιέχει τὴν διδασκαλία τοῦ Γέροντα.
πηγή katanixis. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ShareThis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...